Ξαναδιαβάζοντας το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελλήνιον» (1909)

Ξαναδιαβάζοντας το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελλήνιον» (1909)

Της Αφροδίτη Σερέτη. Ομιλία από την εκδήλωση στην Καρδίτσα για τα 90 χρόνια της Ένωσης.

Θα μιλήσω σήμερα για το περιοδικό «Ελλήνιον», το οποίο ανακάλυψα σε μια προθήκη του Μουσείου Πόλης της Καρδίτσας και αμέσως μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ένα λογοτεχνικό περιοδικό των αρχών του 20ου αιώνα με έδρα του -όσο κι αν ακούγεται απίστευτο- τη μικρή επαρχιακή πόλη της Καρδίτσας.

   Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό περιοδικό, που πρωτοεκδόθηκε στις 15 Μαΐου του 1909 και πιθανολογείται πως δεν αρίθμησε παραπάνω από μερικά αντίτυπα. Το πρώτο τεύχος του «Ελλήνιου», λοιπόν, εκτίθεται στο Μουσείο Πόλης της Καρδίτσας και για το τεύχος αυτό έκανε εκτεταμένη έρευνα ο Παναγιώτης Νάνος, συγγραφέας-ποιητής και δήμαρχος της Λίμνης Πλαστήρα σήμερα. Η έρευνά του παρουσιάζεται στο βιβλίο «Καρδιτσιώτικα χρονικά», στον πρώτο τόμο, που εκδόθηκε από την Εταιρεία Καρδιτσιώτικων Μελετών το 1995 και πάνω σε αυτή βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό και η δική μου μελέτη με την οποία ήθελα να ξαναδώ το περιοδικό «Ελλήνιον» και την τότε προσπάθεια έκδοσης ενός έντυπου με λογοτεχνικό περιεχόμενο και έδρα του την Καρδίτσα, καθώς και τα κοινωνικά αιτήματα που πιθανόν εξέφραζε η έκδοσή του. Την προσέγγισή μου τολμώ να πω πως την έκανα με βάση όχι μιας επιστήμονα αρχαιολόγου που βασίζεται σε αυστηρά βιβλιογραφικά κι επιστημονικά δεδομένα, αλλά από τη σκοπιά της απλής αναγνώστριας λογοτεχνικών περιοδικών, της ενασχόλησής μου με τη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή και της συμμετοχής μου στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «αρνί», ενός λογοτεχνικού περιοδικού της Καρδίτσας του σήμερα.

   Στη σημερινή απόπειρα να παρουσιαστεί το περιοδικό «Ελλήνιον» θα ξεκινήσω από τον τίτλο, θα προχωρήσω στον βασικό κορμό του εντύπου, θα συνεχίσω με τους συγγραφείς και τους ποιητές που δημοσιεύονται σ΄ αυτό και θα προσπαθήσω να κατανοήσω τα κοινωνικά αιτήματα που είχε εκείνο το περιοδικό του 1909.

   Ξεκινώ, λοιπόν, από τον τίτλο «Ελλήνιον». Ελλήνιος σημαίνει ελληνικός, ένας τίτλος δηλαδή που τονίζει μάλλον την ανάγκη της εποχής για τη δημιουργία και την εντύπωση της ελληνικής ταυτότητας στη συνείδηση των ανθρώπων και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Καρδίτσα και γενικότερα  στην Ελλάδα του 1909 η δημιουργία εθνικής ταυτότητας ήταν μία βασική ανάγκη.

   Και συνεχίζω με τους  συντελεστές του Ελλήνιου, όλοι τους αξιόλογοι και κάποιοι από αυτούς ιδιαίτερα αναγνωρισμένοι ήδη από την εποχή εκείνη. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως στο Ελλήνιον αρθρογραφούν γνωστοί και διακεκριμένοι συγγραφείς και ποιητές της εποχής προερχόμενοι από τα ελληνικά αστικά κέντρα ακόμη κι από το εξωτερικό κάτι που έδινε στο έντυπο μεγάλο κύρος.

   Αναλυτικά, ιδιοκτήτης του Ελλήνιου ήταν ο Γεώργιος Μωραϊτίνης,  ενώ τον βασικό πυρήνα των εκδοτών του Ελλήνιου αποτελούσαν οι Χαρίλαος Παπαντωνίου,  Στέφανος Γρανίτσας, Τίμος Μωραϊτίνης, Χρήστος Δαραλέξης και Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που έστελνε ανταποκρίσεις από το Παρίσι. Στο έντυπο, επίσης, δημοσιεύονται ποιήματα και κείμενα του Ιωάννη Κονδυλάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Παύλου Νιρβάνα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Νίκου Λάσκαρη και άλλων.

   Προσπαθώντας να κατανοήσω ποια μπορεί να ήταν, λοιπόν, τα κοινωνικά αιτήματα του Ελλήνιου κατέληξα πως συνοψίζονται επιγραμματικά στις εξής τρεις λέξεις:

Ελληνικότητα, πολιτισμός και εκσυγχρονισμός.

   Για την ανάγκη της εντύπωσης της ελληνικής ταυτότητας στη συνείδηση των ανθρώπων εκείνης της περιόδου μίλησα και παραπάνω, επομένως θα μιλήσω σε αυτό το σημείο αναλυτικότερα για το πολιτιστικό κομμάτι που στόχευε το Ελλήνιον και για τον αέρα εκσυγχρονισμού που ήθελε να φέρει:

   Σύμφωνα με τον πρόλογο του περιοδικού στόχος των συντακτών του Ελλήνιου είναι το κάλος, που όπως εξηγούν θα οδηγεί στην πνευματική ανάπτυξη. Αναφέρουν ξεκάθαρα στην εισαγωγή τους πως θα δημοσιεύουν προς αυτή την κατεύθυνση του κάλους τόσο έργα επωνύμων συγγραφέων της εποχής, όσο και νέων και αγνώστων δημιουργών που θα κινούνται πάντα όμως προς αυτό τον στόχο.

   Είναι προφανές από την επιλογή των δημιουργών που δημοσιεύονται στο Ελλήνιον ότι οι συντελεστές του προσπαθούν να φέρουν τη σύγχρονη κεντρική λογοτεχνική σκηνή στην επιφάνεια, να την προβάλουν και να επιτύχουν σύνδεση μαζί της σε μια προσπάθεια πνευματικής και πολιτιστικής ανέλιξης του αναγνωστικού τους κοινού. Το πόσο προοδευτική υπήρξε η κίνηση της έκδοσης του «Ελλήνιου» μαρτυρεί επίσης και το γεγονός ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που πλαισίωναν την έκδοση αντιπροσώπευαν διαφορετικά λογοτεχνικά είδη.

   Επιμέρους στοιχεία που μαρτυρούν εξίσου την προοδευτική κίνηση είναι και το άρθρο του Τίμου Μωραϊτίνη, με το οποίο ο ίδιος αναφέρεται στο πρωτοεμφανιζόμενο τότε κίνημα του φουτουρισμού στην ποίηση. Στο κείμενό του το ορίζει ως μελλοντισμό και ασκεί κριτική στα νέα ποιητικά ρεύματα. Η αναφορά του και μόνο και η παρουσίαση του κινήματος του φουτουρισμού σε ένα έντυπο με έδρα την επαρχία του 1909 αποδεικνύει τον αέρα εκσυγχρονισμού και πνευματικής καλλιέργειας που ήθελε η συντακτική ομάδα του «Ελλήνιου» να επικοινωνήσει στους αναγνώστες.

   Επιπλέον, προοδευτική θα έλεγε κανείς πως ήταν και η στάση του «Ελλήνιου» απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα που ταλάνιζε την εποχή, αφού το έντυπο αποδέχεται τόσο τη δημοτική όσο και την καθαρεύουσα και δημοσιεύει και στις δύο γλώσσες.

   Αυτή είναι επιγραμματικά η παρουσίαση του Ελλήνιου που θα μπορούσε να αναλυθεί προς πολλές κατευθύνσεις, δεν θα μπορούσε όμως να μην μου έρθει στο νου η σύγκριση ενός περιοδικού της Καρδίτσας του 1909 με το περιοδικό «αρνί» που εκδίδεται στις μέρες μας στην Καρδίτσα. Όσο ανέφικτη κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως η σύγκριση δύο περιοδικών δύο διαφορετικών αιώνων.

   Οι διαφορές τους πιθανόν να είναι περισσότερες, να προκύπτουν από πρακτικά προβλήματα, όπως ότι στην Καρδίτσα του 1909 δεν υπήρχαν ανεπτυγμένα τεχνολογικά μέσα. Και φυσικά από το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο δύο διαφορετικών εποχών και αιώνων που προφανώς και διαφέρει και επηρεάζει αντίστοιχα την μακροημέρευση ή όχι τέτοιων εκδοτικών κινήσεων.

   Είναι εντυπωσιακό, όμως, πως πρόκειται για δύο έντυπα που κάνουν εξίσου μια πολύ προσεγμένη επιλογή του λογοτεχνικού περιεχομένου τους, το οποίο μπορεί να έχει διαφορετική αφετηρία και στόχο, αλλά το αποτέλεσμά τους παραμένει το ίδιο αξιόλογο. Ομοίως, τα δύο έντυπα συνδέει η παρουσία εξίσου πεζού και ποιητικού λόγου, όπως και η αξιόλογη αισθητική τους επιμέλεια, που διανθίζεται από υψηλής αξίας εικονογράφηση, είτε φωτογραφιών είτε ζωγραφικών και σχεδιαστικών έργων.

Στην πεζογραφία, επίσης, και των δύο εντύπων κυριαρχεί ως θεματολογία η φύση και η ύπαιθρος, ξανά ίσως λόγω διαφορετικής αφετηρίας και στόχων, αλλά το αποτέλεσμα είναι να προβάλλεται και στα δύο η ομορφιά της ζωής στην ύπαιθρο και η σχέση των ανθρώπων μαζί της.

   Κι έτσι παρά τις πολλές τους διαφορές υπάρχει έναν κοινός παρονομαστής που φέρνει δύο καρδιτσιώτικα έντυπα του 20ου και 21 ου αιώνα κατά κάποιο τρόπο κοντά. Κι αυτό είναι η ποιότητά τους ως προς το περιεχόμενο και την αισθητική τους επιμέλεια, αλλά ακόμη περισσότερο είναι η εντυπωσιακή και διαχρονική τελικά ανάγκη και θέληση των ανθρώπων που κατοικούν στην επαρχία για πνευματική καλλιέργεια και για δημιουργία πολιτιστικού επιπέδου. Κι αυτό είναι ένα κοινωνικό αίτημα που θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό τόσο από τους ανθρώπους της επαρχίας που πολλές φορές δεν δίνουν την αρμόζουσα προσοχή στις προσπάθειες των συντοπιτών  τους, όσο κι από τους ανθρώπους που κατοικούν στα αστικά κέντρα, οι οποίοι πολλές φορές όντες χαμένοι μέσα στην πληθώρα πληροφοριών και δράσεων των μεγαλουπόλεων ίσως να αγνοούν την ύπαρξη και την δραστηριότητα λογοτεχνικού κύκλου αντίστοιχης βαρύτητας και ποιότητας και στην επαρχία. Μόνο μέσα από την αναγνώριση, την συνδιαμόρφωση και την επικοινωνία σε όλα τα επίπεδα θα μπορέσουν τέτοιες προσπάθειες να συνεχίσουν την ύπαρξή τους και να υπηρετήσουν τον σκοπό τους για πνευματική τριβή.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Καρδιτσιώτικα Χρονικά, τ. Ι, Εταιρεία Καρδιτσιώτικων Μελετών, Καρδίτσα 1996, σ. 197-217.