Εφημερίδες της Καρδίτσας στην τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα: μια συγκριτική ματιά  

Εφημερίδες της Καρδίτσας στην τελευταία εικοσαετία  του 19ου αιώνα: μια συγκριτική ματιά   

 

Της Ερασμίας-Λουΐζας Σταυροπούλου ομότιμης καθηγήτριας Φιλολογίας, Ε.Κ.Π.Α.*

Κυρίες και κύριοι, ευχαριστώ θερμά την κυρία Φένια Λέκκα, αλλά και όσους άλλους συνέβαλαν ώστε να προσκληθώ στη σημερινή εκδήλωση και λυπάμαι ειλικρινά που δεν μπορώ να βρίσκομαι μαζί σας διά ζώσης αλλά μόνο μέσω της τεχνολογίας. Με επαναφέρατε στα πρώτα χρόνια της επιστημονικής μου διαδρομής, στο πρώτο συνέδριο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, όπου είχα συμμετάσχει με ανακοίνωση. Εκείνη η ανακοίνωσή μου αφορούσε τις εφημερίδες της Καρδίτσας και των Τρικάλων την πρώτη εικοσαετία μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς ποια ήταν η αφορμή που αγάπησα τόσο πολύ τον Τύπο και ασχολήθηκα στη συνέχεια σε πολλά μελετήματά μου με αυτόν. Οπωσδήποτε στην αφετηρία βρίσκεται το γεγονός ότι ο Κεφαλλονίτης λόγιος Παναγιώτης Πανάς το έργο του οποίου αποτέλεσε θέμα της διατριβής μου ήταν δημοσιογράφος που εργάστηκε σε πάρα πολλά έντυπα στην Αθήνα, τα Επτάνησα και τη Ρουμανία. Ωστόσο, μπορώ και σήμερα να σας διαβεβαιώσω ότι η έρευνα στα ημερήσια και περιοδικά έντυπα του παρελθόντος αλλά ακόμη και στα σημερινά έντυπα και ηλεκτρονικά προσφέρει υλικό για πολλές έρευνες σε πολλά επιστημονικά πεδία.

Μιλώντας γενικά για τον ελληνικό  Τύπο ώστε να κάνω μια εισαγωγή στο θέμα μου και να εντάξω τις εφημερίδες της Καρδίτσας στο ευρύ σχήμα, θα ήθελα πρώτα να τονίσω ότι η έκδοση εφημερίδων ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό και επιβεβλημένο γεγονός για κάθε κοινωνία. Η ανάγκη της δημιουργίας εφημερίδων απασχόλησε τους διανοούμενους αγωνιστές του Εικοσιένα μόλις ξέσπασε η Επανάσταση. Εύστοχα ο Κοραής έγραψε στον φίλο και παλιό συνεργάτη του Νεόφυτο Βάμβα: «Οι εξ Ευρώπης ελθόντες ομογενείς έφεραν μαζί των τυπογραφίας∙ συστήσατε λοιπόν αμέσως εφημερίδας εις διάδοσιν ειδήσεων...περιγράψατε τα πάνδεινα όσα δοκιμάζομεν, αποδείξετε ότι απεφάσισαν να μας περάσωσιν άπαντας εν στόματι μαχαίρας...Διά των εφημερίδων και των ιεροκηρύκων εμπορείτε να εξάψετε γενικόν ενθουσιασμόν...» [1] Με τα τυπογραφεία ακριβώς που ήρθαν από το εξωτερικό εκδόθηκαν εφημερίδες σε διάφορα μέρη, όπως τα περίφημα Ελληνικά Χρονικά του Μεσολογγίου, ενώ προηγουμένως είχαν κυκλοφορήσει χειρόγραφες εφημερίδες στη Δυτική Στερεά. Το βιβλίο της Αικατερίνης Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, με μεγάλα αποσπάσματα από έντυπα της εποχής, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι αποτελεί ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα.

Να φέρω εδώ και άλλα ανάλογης σημασίας παραδείγματα. Η απόκτηση ελευθεροτυπίας το 1848 βοήθησε πολύ τους Επτανήσιους να οργανωθούν στον αγώνα τους εναντίον της Αγγλικής Προστασίας και να διαδώσουν τα αιτήματά τους. Σκεφτείτε ακόμη τη σημασία του παράνομου Τύπου στη διάρκεια της Κατοχής και το ρόλο του στο να πληροφορεί και να ενισχύει το ηθικό του λαού στη διάρκεια εκείνης της τρομερής περιόδου.

Ξαναγυρίζω λοιπόν στο καθορισμένο θέμα μου για να πω ότι πρώτο στοιχείο της αξίας του Τύπου είναι ότι προσφέρει ενημέρωση, ιδέες, ειδήσεις, τοπικές και διεθνείς, νέα κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά, ανάλογα με την ανάπτυξη και τα ενδιαφέροντα της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται.

Δεύτερο, δεν ονόμασαν άδικα τον Τύπο τέταρτη εξουσία, αφού εκτός από την ενημέρωση αναλαμβάνει να ελέγξει και να κρίνει τις άλλες τρεις εξουσίες, τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική, αποκαλύπτοντας, σχολιάζοντας, εξηγώντας, διδάσκοντας τους αναγνώστες.

Τρίτο, δίνει φωνή στον κόσμο, παρακολουθώντας και προβάλλοντας την κοινή γνώμη. Συμβαίνει βέβαια και το αντίθετο συχνά, ο Τύπος να διαμορφώνει την κοινή γνώμη.

Φυσικά εδώ κάνω λόγο κυρίως για τον ελληνικό Τύπο του 19ου αιώνα ή τις επαρχιακές εφημερίδες μικρών πόλεων ακόμη και στον 20ό αιώνα και όχι για τις μεγάλες σημερινές πολυπρόσωπες και πολυέξοδες επιχειρήσεις ούτε τα νέα μεγάλα και επιδραστικά μέσα που προέκυψαν σταδιακά ως στο τέλος περίπου του 20ού αιώνα, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, αν και οι ίδιες αξίες για το ρόλο του Τύπου, όσο κι αν κάποτε παραμορφώνονται, ισχύουν και σήμερα.

Όπως έδειξε η τετράτομη Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου (2008), πρόγραμμα τεράστιο που ανέλαβε η αείμνηστη Λουκία Δρούλια μαζί με τη Γιούλια Κουτσοπανάγου και με μια μεγάλη σειρά συνεργατών, στην Ελλάδα, αλλά και στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού εκδόθηκε ως το 1974 ένας πάρα πολύ μεγάλος αριθμός εφημερίδων και περιοδικών, γενικών αλλά και θεματικών. Στην Εγκυκλοπαίδεια περιλαμβάνονται και οι εφημερίδες της Καρδίτσας με ωραία και λεπτομερή παρουσίαση από την κ. Φ. Λέκκα.

Για να ξαναγυρίσω όμως στον Τύπο της Καρδίτσας, ας αναλογιστούμε τι χρειαζόταν τον 19ο αιώνα για να ιδρύσει και να λειτουργήσει κάποιος μια εφημερίδα στη χώρα μας; Το πρώτο ήταν να έχει την επιθυμία, την ικανότητα και τα κίνητρα να γράφει. Οι περισσότερες εφημερίδες, που κυκλοφορούσαν μια φορά την εβδομάδα, τετρασέλιδες και μικρού σχήματος, ήταν έργο ενός ανθρώπου. Το δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο ήταν να έχει δικό του τυπογραφείο ή τουλάχιστον να έχει μια εύκολη και σταθερή πρόσβαση σε ένα.

Όλα αυτά συνδυάστηκαν στην ίδρυση των πρώτων εφημερίδων στην Καρδίτσα αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881. Οι γνωστές μου εφημερίδες στην πόλη αυτή, σύμφωνα με την αρχική μου έρευνα [2] που την επικαιροποίησα με ηλεκτρονική αυτοψία, όσο αυτή ήταν δυνατή, στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής, είναι οι ακόλουθες:

Καρδίτσα, Θεσσαλιώτις, Καυτήριον, Άγραφα ή Φωνή της Θεσσαλίας. Για την τελευταία, που δεν έχει βρεθεί, υπάρχουν μόνο συγκεχυμένες πληροφορίες.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1882 λοιπόν κυκλοφόρησε η πρώτη εφημερίδα με τίτλο Καρδίτσα. Ένα τετρασέλιδο μικρού μεγέθους έντυπο, με ημέρα κυκλοφορίας κυρίως το Σάββατο, που μοιραζόταν στους αναγνώστες, κατά τη συνήθεια της εποχής, μέσω συνδρομών, σύστημα που επέτρεπε στον εκδότη να γνωρίζει πόσα περίπου φύλλα έπρεπε να τυπώνει. Επίσης από τους καλοπληρωτές συνδρομητές συγκέντρωνε εξ αρχής ένα ποσό για την έκδοση του φύλλου, αν και οι ειδοποιήσεις για την πληρωμή της συνδρομής είναι συχνές σε αυτήν αλλά και σε πολλές άλλες εφημερίδες. Επιπλέον το έντυπο μέσω του ταχυδρομείου είχε αναγνώστες και σε πολύ μακρινές περιοχές.

Εκδότης του φύλλου ήταν ο Γεώργιος Μαρινόπουλος από τη Λαμία. Ήταν έμπειρος στο ζήτημα των εφημερίδων αφού μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο είχαν ιδιόκτητο τυπογραφείο στη Λαμία, όπου είχαν ιδρύσει την εφημερίδα Ευνομία (1877-1884), ενώ το 1886 εγκατέστησε στα Τρίκαλα άλλο τυπογραφείο και κυκλοφόρησε εκεί πρώτα την Εφημερίδα των Συνόρων, ενώ το 1888 άρχισε να εκδίδει την Τρίκκη. Τι επιδίωκε ο Μαρινόπουλος; Να ωφεληθεί οικονομικά από την πώληση των εφημερίδων ήταν αδύνατο, οικονομικές  απολαβές είχε από τις άλλες εργασίες των τυπογραφείων του. Ήθελε να διαδώσει και πιθανόν να επιβάλει μονοπωλιακά τις απόψεις του, εκτοπίζοντας από τον ανταγωνισμό άλλα τυχόν έντυπα; Να λάβει κάποια δημόσια θέση ή να ζητήσει την εκλογή του ως βουλευτή; Το θέμα μου δεν είναι να οδηγηθώ σε μια πιθανή απάντηση όσο το να δείξω τα ερωτήματα που μπορεί να προκύψουν από το θέμα. Η εφημερίδα με αρκετές διακοπές φαίνεται ότι διατηρήθηκε τουλάχιστον ως το 1891.

Η δεύτερη εφημερίδα της Καρδίτσας εκείνη την εποχή ήταν η Θεσσαλιώτις, που πρωτοκυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1885 με εκδότη τον Απόστολο Γ. Σαμαρόπουλο από τον Παλαμά, ο οποίος εργαζόταν ως επιστάτης στις φυλακές. Ένα δημοσίευμά του εναντίον του βασιλιά Γεώργιου του στοίχισε τη θέση του, το φύλλο κατασχέθηκε και ο εκδότης φυλακίστηκε για λίγο διάστημα. Για το θέμα έγραψε ακόμη και η αθηναϊκή εφημερίδα Ακρόπολις του  Βλάση Γαβριηλίδη, η πρώτη στην Ελλάδα καθημερινή εφημερίδα οργανωμένη σύμφωνα με νεότερες πρακτικές. Δύο στοιχεία πάνω στο ζήτημα θα ήθελα να παρατηρήσω. Η Θεσσαλιώτις αποκαλούσε τον βασιλιά «μπακάλη», του ζητούσε να φύγει από την πρωτεύουσα και τον απειλούσε με κρεμάλα. Τα δημοσιογραφικά ήθη της εποχής επέτρεπαν τέτοιες ελευθεροστομίες, αλλά υπήρχε τιμωρία, αν και όχι μεγάλη. Το δεύτερο στοιχείο είναι αυτός ο διάλογος κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στις διάφορες εφημερίδες, διότι ανταλλάσσουν μεταξύ τους φύλλα, αλληλοϋπερασπίζονται ή αλληλοκατηγορούνται. Επιτρέπουν έτσι στο σύγχρονο μελετητή να λάβει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες.

Και σε αυτή την εφημερίδα, όπως και σε άλλες γενικότερα, διάφορα σχόλια μπορεί να άφηναν υπονοούμενα για γνωστά πρόσωπα της κοινωνίας και σε επόμενα φύλλα έπρεπε να γίνουν διευκρινίσεις ή σε δύσκολες περιπτώσεις, όπως η προηγούμενη, να γίνει λόγος για άλλους συνεργάτες που είχαν το ελεύθερο να γράφουν ανώνυμα ό,τι ήθελαν και να το δημοσιεύουν χωρίς καν την έγκριση του εκδότη! Στην πραγματικότητα βέβαια οι μικρές επαρχιακές εφημερίδες ήταν έργο ενός ανθρώπου μόνο, με σπάνια τη συμβολή και άλλων. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όταν ο εκδότης έλειπε ή ήταν άρρωστος δεν εκδιδόταν φύλλο.

Και αυτό το έντυπο ήταν τετρασέλιδο μικρού μεγέθους με ένα κύριο άρθρο στην 1η σελίδα, ειδήσεις, τοπικές κυρίως ή από την υπόλοιπη Ελλάδα και λιγότερο από το εξωτερικό, αναδημοσιεύσεις από άλλα φύλλα και ειδοποιήσεις που περιλάμβαναν μικρές διαφημίσεις. Η ύλη συμπληρωνόταν με Δικαστικό Παράρτημα, κυρίως με ανακοινώσεις πλειστηριασμών. Η εφημερίδα πάντως είχε επιτυχία. Με εκδότη πλέον τον γιο του Σαμαρόπουλου, Γεώργιο, διατηρήθηκε ως το 1920 και έπαψε όταν εκείνος μετακινήθηκε στην Αθήνα.

Ο Απόστολος Σαμαρόπουλος θέλησε να εκδώσει και μια σατιρική εφημερίδα από τις αρχές του 1890. Άλλωστε τον 19ο αιώνα έχουμε πληθώρα σατιρικών εντύπων, να θυμίσω μόνο τις δύο ίσως σημαντικότερες τον Λύχνο του Ανδρέα Λασκαράτου και τον Ρωμηό του Γεώργιου Σουρή. Την ονόμασε Καυτήριον, ανήγγειλε μάλιστα ότι απευθυνόταν κυρίως στους γεωργούς με ετήσια συνδρομή από αυτούς ένα κιλό σιτάρι. Για το κοινό του φύλλου, τους αγρότες, στην εφημερίδα αυτή θα χρησιμοποιούσε δημοτική γλώσσα. Κυρίως βέβαια μετέφερε από την Θεσσαλιώτιδα στο Καυτήριο τα ίδια άρθρα σε απλούστερη γλώσσα. Μόνο ένα φύλλο του  Καυτηρίου σώζεται αλλά πληροφορίες ασφαλείς μας δίνει ο Σαμαρόπουλος στη Θεσσαλιώτιδα.

Δυστυχώς για την τέταρτη εφημερίδα της Καρδίτσας εκείνη την εποχή μόνο ενδείξεις και αντικρουόμενες πληροφορίες υπάρχουν, γιατί εγώ τουλάχιστον δεν μπόρεσα να βρω κανένα φύλλο της. Είχε τίτλο Άγραφα, κυκλοφόρησε το 1896 με εκδότη τον Δημήτριο Μαρινόπουλο, αδελφό του εκδότη της Καρδίτσας, ή είχε διευθυντή τον δικηγόρο Απόστολο Αλεξανδρή; κυκλοφόρησε το 1886 και αργότερα μετονομάστηκε σε Φωνή της Θεσσαλίας, ενώ διατηρήθηκε ως το 1915; Χρειάζεται ακόμη αρκετή έρευνα για να υπάρξει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα.

Πρέπει να πω ότι ο ενθουσιασμός για την νέων ίδρυση εφημερίδων στην πόλη φαίνεται να ατονεί τη δεκαετία του 1890. Ίσως σε αυτό να συνέβαλε η ύπαρξη πλέον σιδηροδρόμων που επέτρεπαν να φτάνουν ευκολότερα και ταχύτερα τα αθηναϊκά φύλλα.

Περνώ λοιπόν σε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Ποια είναι τα θέματα που τις απασχολούν και θα είχαν ενδιαφέρον για ένα σημερινό ιστοριοδίφη ή μελετητή της τοπικής κυρίως ιστορίας ή ακόμη και απλό αναγνώστη;

Το πρώτο κύριο θέμα είναι φυσικά η πόλη και όλα όσα την αφορούν: διαμόρφωση του χώρου, συνοικίες, αλλαγές χρήσης της γης, μαγαζιά, δρόμοι, ονομασίες δρόμων, νέοι και παλαιοί κάτοικοι, ονόματα οικογενειών, επαγγέλματα, τα σχολεία, τα δημόσια οικοδομήματα, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μεταθέσεις εκπαιδευτικών, οι τοπικές γιορτές και εκδηλώσεις, παζάρια κ.λπ. Πολύς λόγος γίνεται επίσης για τις δημοτικές εκλογές, την ανάγκη δημιουργίας στρατοπέδου εκπαίδευσης στρατού στην πόλη ώστε να υπάρχουν έσοδα, την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία και την ανάγκη ίδρυσης Γεωργοκτηματικής Τράπεζας. Οι εφημερίδες αναλάμβαναν φυσικά να ελέγχουν τόσο τους τοπικούς δημοτικούς και κοινοτικούς άρχοντες όσο και τους Θεσσαλούς βουλευτές.

Στην εφημερίδα Καρδίτσα δημοσιεύονται αρκετά θετικά σχόλια για τους Οθωμανούς, προτρέποντας τους να μην πωλήσουν τις περιουσίες τους και να μην εγκαταλείψουν τον τόπο, ενώ συστήνεται στους χριστιανούς να είναι προσεκτικοί απέναντι στους μωαμεθανούς συμπολίτες τους ιδιαίτερα ως προς την τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Αντίθετα αρνητική είναι η στάση του εντύπου απέναντι στους Εβραίους.

Ο Σαμαρόπουλος, εκδότης της Θεσσαλιώτιδας και του Καυτήριου,  φαίνεται ότι ήταν καλλιεργημένος και αρκετά προοδευτικός στις κοινωνικές απόψεις του, καθώς ζητούσε να γίνουν «γυμνάσια σωμασκίας», δηλαδή γυμναστήρια, και για τα δύο φύλα, τοπικός θεατρικός σύλλογος που θα ανέβαζε διδακτικά και πατριωτικά έργα, ενώ τακτικά δημοσίευε αποσπάσματα από περιοδικά ποικίλης ύλης ή τα περιεχόμενά τους. Από αυτά τα περιοδικά αναδημοσίευε συμβουλές για καθημερινά προβλήματα, για καλύτερη μόρφωση, για θέματα οικογενειακής ζωής ενώ τον ενδιέφερε η ηθικοποίηση της κοινωνίας και η εξύψωση του πατριωτικού φρονήματος. Επιπλέον η Θεσσαλιώτις είναι η μόνη εφημερίδα στην περιοχή που έχει κάποια λογοτεχνική ύλη, λίγα ποιήματα και ένα μεταφρασμένο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά, με τίτλο «Μυθιστορία μιας γυναικός ήτοι Τα Απόκρυφα του γυναικείου φύλου», σε μετάφραση του Γ. Δ. Κατσουρόπουλου. Την ίδια περίοδο σε άλλες ελληνικές περιοχές οι εφημερίδες δημοσίευαν σταθερά λογοτεχνικά έργα, π.χ. ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες ή έκαναν συνεχώς αναφορές σε φιλολογικά θέματα.

Περνώ τώρα στο δεύτερο μείζον θέμα για όλες τις θεσσαλικές εφημερίδες της περιοχής, δηλαδή στο αγροτικό ζήτημα. Τα χρόνια αυτά είναι μεταβατικά και αυτό αποτυπώνεται στις εφημερίδες. Οι Τούρκοι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας φεύγουν και πωλούν τις περιουσίες τους. Έλληνες κεφαλαιούχοι κυρίως από τις μεγάλες ευρωπαϊκές παροικίες, όπως ο Ζαρίφης, ο Ζάππας ή ο Ζωγράφος, επωφελούνται και αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις. Η κυβέρνηση Τρικούπη, επιδιώκοντας την εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό, ευνόησε τους μεγαλοεπενδυτές και παραμέρισε τα δικαιώματα των αγροτών. Νέα μεγάλα τσιφλίκια δημιουργήθηκαν και οι καλλιεργητές αναγκάστηκαν να υπογράφουν ετήσια συμβόλαια με τους ιδιοκτήτες, γεγονός που τους ανάγκαζε να παραδεχτούν ότι δεν τους ανήκε τίποτε, ούτε η γη που καλλιεργούσαν ούτε καν το σπίτι τους. Παράλληλα έπρεπε να πληρώνουν αρκετούς νέους φόρους στο κράτος.

Και οι δύο εφημερίδες ήταν δυσαρεστημένες με τους χειρισμούς της κυβέρνησης Τρικούπη και τόνιζαν ότι η κατάσταση των αγροτών ήταν καλύτερη επί Τουρκοκρατίας. Ωστόσο δεν επιτίθονταν στους τσιφλικάδες, τους οποίους, ιδιαίτερα από τις στήλες της Καρδίτσας, επαινούσαν για τις νέες τεχνικές που εφάρμοζαν στην καλλιέργεια και για τη βοήθειά τους στους κολλήγους, που σύμφωνα με ένα σχόλιο «απολάμβαναν τετραπλάσια από την ξένη περιουσία από όσα ο ιδιοκτήτης του τσιφλικιού»! Οι προστριβές με τους καλλιεργητές ήταν κατά τις εφημερίδες αποτέλεσμα της κακής συμπεριφοράς των επιστατών και αυτό ήταν το στοιχείο που θα έπρεπε να διορθωθεί, ενώ αναγκαία ήταν μια ελάφρυνση των φόρων.

Οι σχετικές ειδήσεις και τα σχόλια των εφημερίδων αποδίδουν λιτά και με χαμηλούς θα έλεγα τόνους το αγροτικό ζήτημα που είχε αρχίσει να εντείνεται. Το χωριό Ζάρκο κοντά στα Τρίκαλα ήταν το πρώτο που ξεσηκώθηκε, εκείνο τον καιρό. Θα περνούσαν χρόνια ακόμη πριν την εμφάνιση του Μαρίνου Αντύπα ή την εξέγερση στο Κιλελέρ (1910). Ωστόσο, η λογοτεχνία είχε ήδη συλλάβει την τεράστια σημασία του θέματος. Ο Καρκαβίτσας, που είχε περιηγηθεί την περιοχή, στον Ζητιάνο (1897) του μοιάζει να συνομιλεί στις παρατηρήσεις και τις επισημάνσεις του με όσα σχόλια αναφέρονται στα φύλλα των εφημερίδων. Το ίδιο θέμα στα νεότερα χρόνια ανέπτυξαν τρεις Θεσσαλοί λογοτέχνες. Ο Καραγάτσης στη νουβέλα του το Μπουρίνι (1943) ο γεννημένος στα Κανάλια Καρδίτσας Ζήσης Σκάρος στο τρίτομο μυθιστόρημά του Οι ρίζες του ποταμού (1960, 1966, 1979) και ο Πηλιορίτης Ηλίας Λεφούσης στην τριλογία του Κολήγοι (1978) και στο Μπέηδες και τσιφλικάδες (1991). Ο Χρίστος Αλεξίου στην ωραία εργασία του «Η τραγωδία και το έπος της θεσσαλικής αγροτιάς στη νεοελληνική λογοτεχνία» παρουσιάζει ακριβώς πώς η πεζογραφία αντιμετώπισε το αγροτικό ζήτημα. [3] Αν λοιπόν ο Τύπος καταγράφει την πραγματικότητα, από την ίδια πραγματικότητα εμπνέονται και οι λογοτέχνες, ενώ κάποτε χρησιμοποιούν τα φύλλα των εφημερίδων για να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να δώσουν αληθοφάνεια στα ιστορικά τους έργα.

Κυρίες και κύριοι, παρουσιάζοντας πολύ συνοπτικά τις εφημερίδες της Καρδίτσας κατά την πρώτη δεκαετία από την ένταξη της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, θέλησα να υπογραμμίσω πόσο ένα εφήμερο έντυπο, που το διαβάζουμε την μία μέρα και την επομένη, αν δεν το πετάξουμε, το χρησιμοποιούμε απλώς για να τυλίξουμε κάτι, σε μια ιστορική προοπτική μπορεί να έχει μια καθοριστική σημασία για τη ζωή, για τις αναμνήσεις και για τη συλλογική ταυτότητά μας.

[1] Αικ. Κουμαριανού (επιμ.), Ο Τύπος στον Αγώνα, τομ. Α΄, Ερμής, Αθήνα 1971, σ. ζ΄.

[2] «Oι πρώτες εφημερίδες της Kαρδίτσας και των Tρικάλων μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881)», Πρακτικά του A΄Συνεδρίου Θεσσαλικών Σπουδών, Θεσσαλικά Xρονικά, τόμ. IΓ` (1980), σ. 435-477.

[3] Χρίστος Αλεξίου, «Η τραγωδία και το έπος της θεσσαλικής αγροτιάς στη νεοελληνική λογοτεχνία», περ. Ουτοπία, τευχ. 25, Μάιος-Ιούνιος 1997, σ. 47-69.

 

*Ομιλία στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Ένωσης Συντακτών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας στις 30 Οκτωβρίου στην Καρδίτσα